- Συραττικός
- Σῠραττικός, ὁ,A Syro-Attic, nickname in Ath.9.368c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συραττικός — ὁ, Α (ως παρωνύμιο) Σύρος που διαμένει στην Αττική. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Ἀττική] … Dictionary of Greek
Συραττικέ — Συραττικός Syro Attic masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)